στροφάδην

στροφάδην
Μ
επίρρ. με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με επιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιστροφάδην — Α επίρρ. 1. περιφοράδην* 2. περιστροφικά, στριφογυριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στροφάδην (< στροφάς + επιρρμ. κατάλ. δην), πρβλ. επι στροφάδην, μετα στροφάδην] …   Dictionary of Greek

  • επιστροφάδην — ἐπιστροφάδην (Α) επίρρ. 1. εδώ κι εκεί, σε διάφορα σημεία 2. στρέφοντας το σώμα 3. με ζωηρότητα, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροφάδην (< στροφός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”